- διαγνωστικός
- -ή, -ό (Α διαγνωστικός, -ή, -όν) [διαγιγνώσκω]1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστικήη ειδικότητα τού να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή έκθεση τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.
Dictionary of Greek. 2013.