διαγνωστικός

διαγνωστικός
-ή, -ό (Α διαγνωστικός, -ή, -όν) [διαγιγνώσκω]
1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει
2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας
3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση
4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστική
η ειδικότητα τού να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή έκθεση τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαγνωστικός — able to distinguish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη διάγνωση ή είναι κατάλληλος ή ικανός για διάγνωση: Υπάρχουν διαγνωστικές μέθοδοι, για την κατάταξη των μαθητών σε τάξεις. 2. το θηλ. ως ουσ., διαγνωστική κλάδος της ιατρικής που καθορίζει τον τρόπο διάγνωσης των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαγνωστικά — διαγνωστικός able to distinguish neut nom/voc/acc pl διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc/acc dual διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικῶν — διαγνωστικός able to distinguish fem gen pl διαγνωστικός able to distinguish masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικόν — διαγνωστικός able to distinguish masc acc sg διαγνωστικός able to distinguish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικαῖς — διαγνωστικός able to distinguish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικαί — διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικοῖς — διαγνωστικός able to distinguish masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικοί — διαγνωστικός able to distinguish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικοῦ — διαγνωστικός able to distinguish masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”